- απεργαστικη
- ἀπεργαστικήἥ (sc. τέχνη) искусство изготовления
(τῶν σκευῶν Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν σκευῶν Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπεργαστική — ἀπεργαστικός fit for finishing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απεργαστικός — ἀπεργαστικός, όν (Α) 1. ο κατάλληλος να δημιουργεί, δημιουργικός, αποτελεσματικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀπεργαστική (ενν. τέχνη), η τέχνη της δημιουργίας, της κατασκευής κάποιου πράγματος … Dictionary of Greek